Αδιαμφισβήτητα η ζωή με κάποιον άλλον είναι πάντοτε δύσκολη. Απαιτεί προσαρμοστικότητα και συμβιβασμούς επειδή οι άνθρωποι είναι εξορισμού διαφορετικοί, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά και έχουν διαφορετικές αξίες, ανάγκες, προσδοκίες. Πρέπει καθένας να στεγάσει τον άλλο στο συναισθηματικό αλλά και στο φυσικό του χώρο. Αυτή η συστέγαση δεν είναι ποτέ εύκολη. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα δύσκολη όταν κάποιος ενδιαφέρεται ειλικρινά για το άλλο πρόσωπο.
Πολλά ζευγάρια στις μέρες μας παραμελούν τη σχέση τους, παραμελούν τον σύντροφό τους διότι δεν έχουν χρόνο, δεν προλαβαίνουν ή δεν έχει πια σημασία γι' αυτούς, καθώς η ανατροφή των παιδιών είναι η πρώτη προτεραιότητα. Πρώτα απ' όλα όμως μέσα από αυτή τη στάση και αυτές τις επιλογές παραμελούν τον ίδιο τους τον εαυτό ή τουλάχιστον ένα μέρος του.
Σε επίπεδο ψυχικής οργάνωσης μπορούμε να αναφερθούμε σε δύο μεγάλα, βασικά και θεμελιώδη κομμάτια του εαυτού του ανθρώπου. 1ον : Τον εαυτό των αναγκών και 2ον : τον εαυτό των επιδόσεων.
Ο πρώτος (των αναγκών) είναι αυτός που παραμελείται Σχετίζεται με την ανάγκη για ερωτισμό, για συντροφικότητα, για τρυφερότητα, για αγάπη, για έρωτα, για σεξ, για αγκαλιά, επίσης, με την απόλαυση, τον πόθο, το φαγητό, τη διασκέδαση, τη ψυχαγωγία, τη χαλάρωση. Συχνά αναφερόμαστε σε αυτόν ως «το παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας».
Ο δεύτερος, (των επιδόσεων) είναι αυτός που ασχολείται με τις επιδόσεις, τα επιτεύγματα, την ηθική, τις κατακτήσεις, τις επιτυχίες, το σωστό. Αυτός ο εαυτός έχει προτεραιότητα. Η κοινωνία όλη είναι προσανατολισμένη σε αυτόν. Αυτός έχει αξία.
Η λύση στο πρόβλημα ακούγεται απλή, και είναι η ισορροπία ανάμεσα στους δύο, η ικανοποίηση και των δύο σε ίσο βαθμό, η αποδοχή των αναγκών και των δύο και η αφιέρωση χρόνου και ενέργειας και στους δύο ισότιμα. Όσο εύκολα λέγεται και ακούγεται όμως τόσο δύσκολο είναι να εφαρμοστεί.
Η σχέση ενός ζευγαριού περιέχει δύο κομμάτια, το ερωτικό και το συντροφικό, τις ερωτικές σχέσεις και τις συντροφικές σχέσεις, και οι δύο είναι αναγκαίες και οι δύο συνυπάρχουν, η μία χρειάζεται την άλλη. Οι ερωτικές και οι συντροφικές σχέσεις είναι ο πιο ισχυρός δεσμός. Είναι πιο ισχυρές από κάθε είδους σχέσεις γιατί δεν είναι αναγκαίες, δηλ μπορεί κάποιος να ζήσει και χωρίς αυτές, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις σχέσεις των μικρών παιδιών με τους γονείς τους.
Ο έρωτας δίνεται τη στιγμή που κάποιος δίνεται και μάλιστα άνευ όρων. Η συντροφική σχέση είναι υπό όρους. Το δυναμικό μίας σχέσης ενός ζευγαριού βρίσκεται στην ερωτική του ιστορία, στην περίοδο που γνωρίστηκε το ζευγάρι και αποφάσισε ο ένας για τον άλλον.
Το δυναμικό μιας σχέσης βρίσκεται στην περίοδο που δεν υπήρχαν αιτήματα. Μία πρακτική συμβουλή είναι, να μιλάνε τα ζευγάρια για την περίοδο της γνωριμίας τους με αυτό τον τρόπο κρατάνε επαφή με το κομμάτι του δυναμικού της σχέσης.
Για να έχω μία σχέση ζευγαριού πρέπει να κάνω πράγματα για να τη διατηρώ. Κάθε στιγμή αποφασίζω για το αν θα μείνω με τον σύντροφό μου. Η διατήρηση μιας σχέσης δεν είναι αποτέλεσμα της αδράνειας, αλλά απόφαση. Δεν είμαι με κάποιον σήμερα επειδή αποφάσισα να είμαι μαζί του πριν από κάποιο χρονικό διάστημα αλλά επειδή το αποφασίζω σήμερα και κάθε μέρα.
Οι σχέσεις των ζευγαριών χρειάζονται εξηγήσεις, λόγους. Για ποιο λόγο αποφασίζω θετικά κάθε στιγμή να παραμείνω στη σχέση. Τίποτα δεν είναι δεδομένο στις σχέσεις, ερωτικές ή συντροφικές, διότι αυτές οι σχέσεις δεν είναι αναγκαίες. Άρα κάθε στιγμή παίρνω την απόφαση να μείνω. Εκεί χρειάζονται εξηγήσεις. «γιατί μένω;» όλοι οι λόγοι μετράνε. Οι λόγοι είναι οι συνήγοροι της σχέσης. Τη σχέση δεν τη διαταράσσουν αυτά που δεν έχει αλλά όταν αυτά που έχει είναι λίγα και δεν την αντέχουν.
Η φθορά στη σχέση πλήττει περισσότερο όσους ξεκινούν ένα γάμο "εκστασιασμένοι" και γοητευμένοι, εξιδανικεύουν το σύντροφό τους και πιστεύουν ότι ανακάλυψαν τον/την πρίγκιπα/πριγκίπισσά τους. Οι πιο αφόρητες εντάσεις για αυτούς είναι η καθημερινή αγγαρεία, οι δυσκολίες και οι ανάγκες της καθημερινής ζωής. Η φθορά πλήττει πολύ πιο δύσκολα όσους ξεκινούν το γάμο τους με μια πρακτική ή και κυνική προοπτική και όσους αντιμετωπίζουν το γάμο μάλλον ως μια επιχειρηματική πράξη. Με δύο λόγια, η φθορά προϋποθέτει εξ ορισμού την έντονη συνύπαρξη. Μολονότι η "έντονη συνύπαρξη" ενέχει τον κίνδυνο της φθοράς, το να είναι κανένας υπερβολικά επιφυλακτικός να δεσμευτεί συναισθηματικά ενέχει τους δικούς του κινδύνους.
Στην πορεία της ζωής η διαφορετικότητα των 2 ατόμων εξελίσσεται. Οι ανάγκες που καλείται το ζευγάρι να καλύψει είναι πολλές: προσωπικές, των παιδιών, της ευρύτερης οικογένειας κλπ. Αν στα πρώτα στάδια δεν μπορέσει το ζευγάρι να διαχειριστεί κάποιες διαφορές, τις κουβαλάει στα επόμενα στάδια. Οι διαφορές είναι αναπόφευκτες. Όταν όμως ένα ζευγάρι δεν έχει μάθει τρόπους να διαχειρίζεται την διαφορετικότητα και μάλιστα να επωφελείται από αυτήν, τότε η σχέση χαρακτηρίζεται από εντάσεις, δυσαρέσκεια και απογοήτευση.
Εκείνο που συνήθως πυροδοτεί την είσοδο του ζευγαριού σε μια συμβουλευτική ή ψυχοθεραπευτική διαδικασία είναι εκτενείς και ισχυροί μονόλογοι από την μεριά του ενός ή και των δύο συντρόφων. Μέσα από αυτούς του μονολόγους οι σύντροφοι εκθέτουν ιστορίες σχετικές με την σχέση τους, οι οποίες φαίνονται να μην ταιριάζουν, να μην συμφωνούν πια με τις αρχικές προθέσεις των συντρόφων, με του λόγους για τους οποίους αρχικά έγιναν ζευγάρι.
Τα ζευγάρια μιλούν για συναισθήματα εγκλωβισμένα σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα αλληλεπίδρασης τα οποία καθηλώνουν παρά εξελίσσουν την σχέση. Οι τόνοι τους δεν συμφωνούν και οι κινήσεις τους ούτε συγχρονίζονται ούτε συμβαδίζουν.
Επίμονες και επιβλητικές δηλώσεις και ρητορικά ερωτήματα σφραγίζουν τους μονολόγους , όπως: «Δεν σε καταλαβαίνω καθόλου»/ «Ποτέ δεν με καταλαβαίνεις»«Τι άνθρωπος είσαι εσύ!»/ «Πώς έχεις γίνει έτσι;»«Σε βαρέθηκα!»/ «Με θεωρείς δεδομένη»
«Κουράστηκα!»/ «Δεν σε αντέχω άλλο».
Πολλές φορές μπορεί να προτιμήσουμε να μην διαφωνήσουμε με τον σύντροφο μας για πολλούς λόγους, όπως το «δεν θα βγάλει πουθενά» , «δεν μου αρέσουν οι συγκρούσεις και τις αποφεύγω όπως και να χει», «ας του κάνω τώρα το χατίρι και μετά θα βρω τον τρόπο να περάσω το δικό μου»....
Η διαφωνία είναι απαραίτητη στις διαπροσωπικές σχέσεις. Μέσω της διαφωνίας μας δίνεται η ευκαιρία να συζητήσουμε τις αντιθέσεις μας και να εκφράσουμε τα συναισθήματα μας κάτι που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Πίσω από μία διαφωνία συνήθως βρίσκεται η επιθυμία του συντρόφου μας να δρούμε διαφορετικά.
Άρα, η διαφωνία βοηθάει στο να γνωρίζουμε τις επιθυμίες του συντρόφους μας , πόσο σημαντική μπορεί να είναι ή όχι η κάθε επιθυμία και ανάλογα να αποφασίζουμε την δική μας αποδοχή ή όχι σε αυτήν. Γενικότερα, είναι ένας δρόμος να γνωρίσουμε σε βαθύτερο επίπεδο τον σύντροφο μας ανακαλύπτοντας ποικίλες πτυχές του αλλά και του ίδιου μας του εαυτού. Αυτό που μένει είναι να μάθουμε πως να διαφωνούμε εντέχνως.
*η Γιώτα Ταμτάμη είναι ψυχολόγος, απόφοιτη τμήματος Ψυχολογίας Παν/μίου Κρήτης, Μ.Sc. Κοινωνιολογίας Παν/μίου Αιγαίου. Υπεύθυνη του προγράμματος Σχολές Γονέων στο νομό Λέσβου.Διεύθυνση γραφείου: Θεοδώρου Αλκαίου 6 (πλησίον Αγίου Ιωάννη Καλυβίτη) Μυτιλήνη,τηλ.6945199064