Ήρεμος και εναλλακτικός, οικογενειακός μα και νεανικός, ο Μόλυβος δε σε φέρνει κοντά του δελεάζοντάς σε με upper class στέκια αλλά σου κλείνει το μάτι με cool beach bars και γευστικά καταφύγια που σου προσφέρουν άφθονο φρέσκο ψάρι και παρά τη δημοφιλία του σε ξεναγεί σε ανόθευτα μονοπάτια που βρίθουν εικόνων οικιστικού και φυσικού κάλλους συστήνοντάς σου τη μακραίωνη ιστορία του.
Ξέρετε, στα μεγάλα νησιά όπως η Λέσβος μέρη σαν το Μόλυβο «νοθεύονται» από κάθε λογής τουριστικό κύμα και ειδικά τους μήνες αιχμής. Όχι πως ο Μόλυβος είναι αμιγώς τουριστικός με την έννοια που συνοδεύει τις ορδές λιγούρηδων που ταξιδεύουν με σκοπό το summer dream ψάχνοντας φθηνό ποτό, φθηνό φαγητό και ερωτοτροπίες. Δε θα γίνεις πάρτι-άνιμαλ εδώ, ούτε και θα βολοδέρνεις ξεβράκωτος αλα Φαληράκι.
Όταν πριν τρία χρόνια βρέθηκα στο Μόλυβο για ένα τετραήμερο μου γεννήθηκε ένας τίτλος, μια φράση πες: «Ο Τζεπέτο και το νησί των ευτυχισμένων». Μετά έγραψα και μερικές αράδες. Έτσι, για να τον δικαιολογήσω. Έγραφα λοιπόν τότε: «…Πίνω το ουζάκι μου, τρώω τους μεζέδες μου και βιώνω τον προβληματισμό μου από μακριά. Θα είναι δύσκολη η στιγμή που θα γυρίσω στην Αθήνα, την αλλοτινή “γη των ευκαιριών”. Που θα μπω σε εκείνο το εξαντλητικό πρόγραμμα δουλειάς, το οποίο ορίζει από μόνη της αυτή η πόλη (…) Που θα διασχίζω το δρόμο, το πεζοδρόμιο, τη ζωή μου την ίδια, τρέχοντας! Τι να προτιμήσω; Να ζήσω την πικρή αλήθεια ή να μείνω στο νησί του Τζεπέτο; Στο φτιαγμένο από πέτρα και ξύλο ψέμα μου. Στο “νησί των ευτυχισμένων”». Ο Μόλυβος έχει κάτι παραμυθένιο.
Κι αυτή τη φορά όπως τότε ξύπνησα νωρίς το πρωί –με τα υπολείμματα hangover στο κεφάλι μου έπειτα από ένα ξέφρενο daylight party της προηγούμενης μέρας σε γνωστό beach bar– και βγήκα σεργιάνι για να πιάσω το σφυγμό, να «παγιδεύσω» με τη φωτογραφική μου τις εικόνες με το φως το «μαλακό» –πριν η σκιά του ήλιου τις στρεβλώσει– και να γνωρίσω τους ρυθμούς μιας εργάσιμης ημέρας στο Μόλυβο.
Νομίζω πως αν μπω στη διαδικασία των ορίων που θέτει η περιγραφή ενός τόπου γράφοντας για λιθόστρωτα στενορύμια, λουλουδιασμένες αυλές, καλντερίμια κλπ θα αδικήσω αυτή την οικιστική ομορφιά που δεν κρίνεται στα σημεία αλλά στο σύνολο. Ο Μόλυβος είναι ένα νησί μέσα στο νησί. Έχει προσωπικότητα που κληρονόμησε στο πέρασμα των αιώνων από τις επιρροές που δέχτηκε την εποχή των Γατελούζων και αργότερα των Τούρκων όταν και γνώρισε μεγάλη άνθηση μέσα από το ναυτεμπόριο. Είναι πηγή έμπνευσης για σημαντικούς καλλιτέχνες όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ο οποίος όπου σταθεί και όπου βρεθεί μιλά με τα καλύτερα λόγια για τη δική του Μήθυμνα.
Αλλά και ο Ελύτης όταν έγραφε πως «Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σ’ αυτό το κομμάτι της γης που κάποτε, ποιος ξέρει, σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους. Μιλώ για το νησί που αργότερα όταν κατοικήθηκε ονομάστηκε Λέσβος» θαρρώ πως πρώτο απ’όλα τα μέρη στο νησί, το Μόλυβο είχε στο μυαλό του.
Ο Μόλυβος δεν μπορεί να σου κρυφτεί καθώς το μεσαιωνικό του Κάστρο, γύρω από το οποίο εκτείνεται όλη η οικιστική του γοητεία, δεσπόζει από μακριά καθώς πλησιάζεις έχοντας διανύσει απόσταση 62χλμ βορειοδυτικά της Μυτιλήνης. Σπίτια φτιαγμένα από πέτρα και ξύλο, παράθυρα βαμμένα με χρώματα ζωηρά, με σαχνισιά ή χωρίς και αρκετά νεοκλασικά και αρχοντικά από τον 18ο αι στήνουν τοπία που σου κλέβουν το βλέμμα. Για ώρα σουλάτσαρα χαζεύοντας τους μαγαζάτορες που άνοιγαν με κινήσεις αργές τα ρολά των καταστημάτων τους, έβγαζαν έξω την πραμάτεια τους, από ρούχα μέχρι μικρά αναμνηστικά, λέγαν «καλημέρα» ο ένας με τον άλλον, με χαμόγελο βαθύ κι αληθινό και κάθονταν στις πεζούλες κατά μήκος του δρόμου συζητώντας και παρατηρώντας τους περαστικούς. Είπα κι εγώ «καλημέρα» με αρκετούς. Κάτι τέτοιες ευκαιρίες ανθρώπινης προσήνειας δεν είναι για να τις χαραμίζεις!
Σε μια στροφή ακριβώς στο μυχό δύο στενών συνάντησα ένα φούρνο. Για να είμαι ειλικρινής με πήγε ως εκεί η μυρωδιά του ψωμιού και των βουτημάτων. Ήταν η «πρώτη φουρνιά» όπως μου είπε η φουρνάρισσα. Κρατώντας μερικά εύγευστα αρτοποιήματα συνέχισα τη βόλτα μου στα στενά του χωριού.
Αυτό που παρατηρούσα όσο περπατούσα είναι πως πολλοί ξένοι κυρίως από τις βόρειες χώρες της Ευρώπης μένουν μόνιμα εδώ. Πώς το κατάλαβα ότι έμεναν μόνιμα; Μα συζητούσαν στα ελληνικά, έπιναν καφέ με τους ντόπιους και έβλεπες την ανθρώπινη επαφή που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους. Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν πως έμειναν εδώ έπειτα από μια απλή επίσκεψη για διακοπές, έφτιαξαν μια μικροεπιχείρηση και έκτοτε ζουν το δικό τους όνειρο.
Φθάνοντας έξω από το κατώφλι του αίθριου που οδηγεί στον Άγιο Παντελεήμονα διέκρινα την εκπληκτική θέα προς τη θάλασσα. Ο ναός αναδομήθηκε το 1844 στα θεμέλια του παλιότερου ομώνυμου ναού ο οποίος λέγεται πως χρονολογείται πριν το 1600. Αν και οι πόρτες του ναού ήταν κλειστές θαύμασα το ταπεινό εσωτερικό του ενώ η θέα της θάλασσας και των κατάφυτων εκτάσεων που συμπλήρωνε σε πρώτο πλάνο η συστάδα των κεραμοσκεπών από τα σπίτια που «κρέμονταν» κάτω από τον ναό ήταν το κάτι άλλο,
Αφήνοντας πίσω μου την εκκλησιά συνέχισα να κινούμαι κατά μήκος της μικρής αγοράς. Ένας παππούς με τον γάιδαρό του φορτωμένο με ζαρζαβατικά, σταματούσε κάθε λίγα μέτρα και φώναζε καλώντας τους ντόπιους να αγοράσουν ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που πλησίαζαν για να δουν τον παραφορτωμένο -είναι αλήθεια- γαιδαράκο. Πραγματικά μια εικόνα που θύμισε αλλοτινές εποχές ίσως από εκείνες που λίγοι από εμάς είχαν την τύχη να ζήσουν.
Όντας κουρασμένος από τον ποδαρόδρομο κάθισα για ένα σύντομο καφέ σε ένα ωραίο λιλιπούτειο μαγαζάκι με φίνα θέα στο πίσω μέρος του. Η ώρα κυλούσε γοργά, είχε πάει ήδη 8 το απόγευμα και το στομάχι μου είχε αρχίσει τις «διαμαρτυρίες» του. Η ώρα για φαγητό είχε φτάσει! Οι γευστικές μου αναζητήσεις με οδήγησαν στο λιμανάκι του Μόλυβου. Γνώριζα από παλιά πως οι ψαροταβέρνες πλάι στη θάλασσα σερβίρουν φρέσκο ψαράκι ενώ τα καραφάκια με το ούζο στήνουν ένα ασταμάτητο φαγοπότι.
Με αυτό τον τρόπο έκλεισα και τη μικρή μου περιήγηση στο Μόλυβο. Σίγουρα θα έχουμε την ευκαιρία να γράψουμε γι'αυτόν και στο μέλλον. Μια πιο οργανωμένη περιήγηση και όχι μια αυθόρμητη εκδρομή όπως αυτή θα μας οδηγήσει σε γοητευτικές κρυφές γωνιές και ανεκτίμητους ανθρώπους αυτού του τόπου, που πολλοί έχουν επισκεφθεί αλλά λίγοι γνωρίζουν καλά.
Αποστολή - Κείμενο - Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Σπυριδάκος