Στην πραγματικότητα, τους δίνει "πέννα και χαρτί" να γράψουν οι ίδιες εκείνα που σημάδεψαν τη ζωή τους, πριν και μετά, τον ερχομό τους στη νέα γη, οι πρώτες και στιγμιότυπα από τη διαδρομή "παιδιά μεταναστών", οι δεύτερες.
Ξεκινώντας, με τη σκυτάλη στο χέρι η ίδια -πώς θα γινόταν, άλλωστε, αλλιώς- δίνει παραστατικά στιγμιότυπα από τη ζωή της στην μεταπολεμική Ελλάδα: "Ένα απόγεμα που είχα πάει με την μητέρα σινεμά, καθώς βγήκαμε έξω, είδα με φωτεινά γράμματα το ΔΕΜΕ. Έμαθα ότι ήταν ένας οργανισμός που έστελνε νέους, νέες και οικογένειες στην Αμερική, στον Καναδά και Αυστραλία. Για να σε δεχτούν στην Αμερική τον καιρό εκείνον έπρεπε να γνωρίζεις κάποια τέχνη, ενώ η Αυστραλία ήθελε εργατικά χέρια και χρειαζόμουν μόνο χίλιες δραχμές που μου τις έδωσε κάποια θεία μου", γράφει ενώ δεν παραλείπει να πει επιγραμματικά" στην Ελλάδα μπορεί για μερικούς να ήταν καλά, αλλά για τους περισσότερους ήταν χειρότερα από σήμερα".
Στο ταξίδι της στην Αυστραλία, πριν ακόμη προσγειωθεί, μας εμπιστεύεται κάποιες σκέψεις της: "Σκεφτόμουν τώρα πού πήγαινα και ποιον θα συναντούσα. Δεν είχα συγγενείς ή πατριώτες. Θα ήμουνα άγνωστη μέσα σε αγνώστους, χωρίς να γνωρίζω την αγγλική γλώσσα. Αυτό που μου είχε δώσει θάρρος και ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ήταν η οικοκυρική σχολή της ΔΕΜΕ στην Αθήνα, που μας ετοίμαζαν για οικιακούς βοηθούς, κοινώς υπηρέτριες, αλλά ποτέ δεν άκουσα σε τι σπίτια θα μας στέλνανε. Είχαμε την εντύπωση ότι θα πηγαίναμε σε αυστραλέζικα.
Έτσι καμάρωνα κι έλεγα στους γονείς μου ότι θα μάθαινα την αγγλική γλώσσα, θα μάθαινα τρόπους αγγλοσαξονικής αριστοκρατίας και θα γύριζα πλούσια στην Ελλάδα".
Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ
Τα αίτια της μετανάστευσης στη νέα γη, τις ψευδαισθήσεις, αλλά και την προσγείωση στην πραγματικότητα, δίνει το ίδιο απλά και επιγραμματικά και η αφήγηση της Μαρίας Στεφάνου από το Κεφαλόβρυσο της Μεσσηνίας: "Η ζωή μέσα στη μικρή κοινωνία του χωριού, μάς στερούσε την ελευθερία μας. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να εγκαταλείψω τους γονείς μου και τ' αδέλφια μου, ιδιαίτερα τη μητέρα μου. Τις στιγμές αυτές δεν τις ξεπερνάς ποτέ, όσα χρόνια και να περάσουν, μένουν βαθιά χαραγμένες στην καρδιά σου. Το γεγονός όμως ότι η Αυστραλία ήταν η Γη της Επαγγελίας, όπως μας έλεγαν, και ότι θα κάνουμε πολλά λεφτά και καλή ζωή, με χαροποίησαν.
Μετανάστευσα στην Αυστραλία το 1970. Ο πόνος μου μεγάλος και τα δάκρυα πολλά. Άφησα πίσω μου ό,τι αγαπούσα περισσότερο, σχεδόν τα πάντα.
... Τώρα καθόμουν στο σπίτι της αδελφής μου, της Ευαγγελίας. Ύστερα από δυο μέρες μου λέει: "Τώρα πρέπει να βρεις δουλειά. Η Αυστραλία είναι κράτος δουλειάς. Κανείς δεν ζει εις βάρος άλλων". Γαντζωμένη από τις αναμνήσεις προσπαθούσα να ενταχτώ στην καινούρια κοινωνία. Τ' Αγγλικά μου ήταν λίγα. Δούλεψα σε πολλές και καλές δουλειές και κάθε μέρα έκλαιγα. Επιθυμούσα τους γονείς μου, τ' αδέλφια μου, ακόμη και το μικρό μου χωριουδάκι κι ένοιωθα απέραντη μοναξιά. Άρχισα να λέω στον εαυτό μου 'όταν μαζέψω λίγα χρήματα θα γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου'.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
Η Αθηνά Λευτεριώτη-Γκινάκη, ένα από τα χίλια κορίτσια του "Τοσκάνα" που το 1957, ταξίδεψαν στην Αυστραλία με τη ΔΕΜΕ, δίνει παραστατικά το κλίμα της μαζικής μετανάστευσης στην πέμπτη ήπειρο: "Γέμισε η Αυστραλία από ελληνικά νιάτα που έπεσαν με ζήλο και ζωή στις δουλειές της Αυστραλίας. Δούλεψαν σκληρά, γυναίκες και άντρες. Δεν άφηναν να πάει χαμένο μεροκάματο, μα ούτε υπερωρίες. Κανείς, όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει σε πέντε χρόνια, όπως μας είχαν υποσχεθεί. Αγωνιζόμασταν όλοι. Κάναμε αιματηρές οικονομίες, στερώντας πολλά από τον εαυτό μας για να μαζέψουμε μια προκαταβολή, να μπούμε σ' ένα δικό μας σπίτι, να φύγουμε από τα ενοίκια που είχε γίνει η ζωή μας αφόρητη. Μέναμε τρεις ή τέσσερις οικογένειες σ' ένα σπίτι που όλα ήταν προγραμματισμένα. Πότε θα μαγειρέψεις, πότε θα πλυθείς και πότε θα κάνεις μπάνιο, ακόμα και για τη σωματική μας ανάγκη. Αυτό κι αν δεν ήταν το μεγαλύτερό μας πρόβλημα. Όλοι νεοφερμένοι και αδημιούργητοι είμαστε. Ποιος είχε τη δυνατότητα ν' αγοράσει μοναχικό σπίτι;"
Αμέσως πιο κάτω, η ίδια δίνει μια από τις πιο αιχμηρές εικόνες της εποχής εκείνης.
"Η ανάγκη τότε, θέλοντας και μη, έκανε τις περισσότερες μητέρες ν' αφήσουν τα παιδιά τους να τα προσέχει μια ξένη γυναίκα.
Ασαράντιστα βλασταράκια, τα κουκούλωναν στα καροτσάκια, με κρύο ή βροχή. Τα πήγαιναν τρέχοντας για να προφτάσουν να πάνε στην ώρα τους στο εργοστάσιο που δούλευαν, μην τις σχολάσει το αφεντικό τους, αν αργούσαν και χάσουν τη δουλειά τους. Αυτά τα καημένα τα βρέφη, μεγάλωναν σε ξένα χέρια, πέντε μέρες τη βδομάδα. Τι χάδι και τι στοργή να τους δώσει μία που φρόντιζε τρία - τέσσερα και παραπάνω παιδάκια κάθε μέρα; Tι συμπόνια να ένοιωθε γι' αυτά τα αγγελούδια, μήπως εκείνη τα είχε γεννήσει; ή μήπως είχε ώρα να τα κρατήσει στην αγκαλιά της, αν κανένα έκλαιγε για να το παρηγορήσει; Μα ούτε και να το ταΐσει.
Τους έβαζε το μπουκάλι με το γάλα στο στόμα και το στερέωνε με μια πεντάδιπλη πάνα για να μη του πέσει κι έπινε το γάλα μόνο του. Όταν πια γινόταν το κάθε παιδάκι πέντε-έξι μηνών, του μάθαινε να κρατά το μπουκάλι με τα δυο του χεράκια, μέχρι που τους γινόταν συνήθεια να πίνουν μόνα τους το γάλα. Αλλά και η μαμά τους με τον ίδιο τρόπο τα τάιζε για να κερδίζει χρόνο και να προφταίνει τις δουλειές γυρίζοντας στο σπίτι, από το εργοστάσιο, που δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει".
Η ίδια δεν ανήκε σ' αυτήν την κατηγορία των γυναικών, επεξηγεί, ούτε μετάνιωσε για τον ερχομό της στην Αυστραλία.
"Εγώ όμως δεν μετάνιωσα ποτέ για την επιλογή μου αυτή, γιατί ο Γεράσιμος ήταν για μένα ανεκτίμητος θησαυρός. Τα όσα καλά λόγια μου είχαν πει, για να δεχτώ να τον παντρευτώ, βγήκαν αληθινά. Με αγάπησε, με σεβάστηκε και ήμουνα για κείνον η μοναδική του Αθηνά".