Φωτογραφίες: Αγγελος Γιωτόπουλος.
ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Πήραν την απόφαση να ξενιτευτούν. Πήγαν στην Αυστραλία για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Πολλοί, λόγω της κρίσης, είναι εξίσου φτωχοί με τους συμπατριώτες μας που έφυγαν κατά χιλιάδες από την Ελλάδα στις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60 με τον ίδιο προορισμό. Ομως, αυτοί οι νέοι απόδημοι διαφέρουν από τους παλιούς σε πολλά: είναι μορφωμένοι (με πτυχία, συχνά και με μεταπτυχιακά) και βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον αν όχι οικείο, τουλάχιστον φιλόξενο, με συγγενείς και με την ελληνική κοινότητα, γενικότερα, έτοιμους να προσφέρουν ψυχολογική στήριξη και υλική βοήθεια. Από την άλλη, βέβαια, αντιμετωπίζουν μια μεγάλη δυσκολία: το αυστραλέζικο κράτος δεν έχει σήμερα τόσο πολλή ανάγκη από εργατικό δυναμικό. Ο Αγγελος Γιωτόπουλος, Ελληνοαυστραλός δεύτερης γενιάς, ταξίδεψε έως την άλλη άκρη του κόσμου για να φωτογραφίσει Ελληνες νεοφερμένους στη Μελβούρνη. Κι εγώ, επίσης Ελληνοαυστραλέζα, μίλησα μαζί τους προκειμένου να μάθω πώς είναι η νέα τους ζωή σε μια πόλη που στο μυαλό πολλών φαντάζει σαν Παράδεισος.
Νίκος Φωτάκης: «Πουθενά δεν βρίσκεις τον Παράδεισο»
Οταν κάλεσα την οικία Φωτάκη, το τηλέφωνο σήκωσε η σύζυγος του Νίκου, Σοφία Φατούρου. Δεν περίμενε το τηλεφώνημά μου. Βλέποντας τον αριθμό, αναστατώθηκε. «Αχ, Παναγιά μου! Μας βρήκαν κι εδώ οι τράπεζες;» είπε και γελάσαμε. Απόφοιτοι του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, ο Νίκος και η Σοφία εργάζονταν ως δημοσιογράφοι πριν χάσουν τις δουλειές τους. Αφού ταλαιπωρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αποφάσισαν να μετοικήσουν οικογενειακώς στη γενέτειρα πόλη της Σοφίας, τη Μελβούρνη. «Δεν είμαι ο μέσος όρος των νεοφερμένων Ελλήνων. Ηρθα αποφασισμένος να μου αρέσει η Μελβούρνη και αυτό συνέβη», μου είπε ο Νίκος. «Πουθενά δεν βρίσκεις τον Παράδεισο. Αν και είχαμε σχεδιάσει το ταξίδι μας διεξοδικά, καταλαβαίνεις τι είναι μια πόλη μόνο όταν τη ζεις. Η Μελβούρνη είναι πολύ ακριβή, αλλά πανέμορφη - έχει πολύ πράσινο, θάλασσα και ποτάμι. Επίσης, εδώ συνυπάρχουν πολλοί πολιτισμοί. Οι Αυστραλοί επιτρέπουν σε κάθε εθνοτική ομάδα να διατηρήσει τα εθνικά της χαρακτηριστικά».
Ο Νίκος πήγε στην Αυστραλία πριν από ένα χρόνο και έπειτα από τέσσερις μήνες έπιασε δουλειά σε ελληνική εφημερίδα. «Βρήκα σχετικά γρήγορα εργασία στο αντικείμενό μου. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνεις τι σημαίνει ανεργία 6-8%». Παράλληλα εργάζεται ως διερμηνέας σε νοσοκομείο. «Βοηθώ ηλικιωμένους Ελληνες που ήρθαν εδώ πριν από 50 ή 60 χρόνια και δεν έμαθαν ποτέ Αγγλικά. Είναι ο τρόπος μου να προσφέρω κι εγώ κάτι στην ελληνική παροικία, που τόσο μας έχει στηρίξει».
Γνωρίζοντας ότι είναι διαβητικός, τον ρώτησα πώς είναι εκεί τα δημόσια νοσοκομεία. «Μπορεί και εδώ να υπάρχει μεγάλος χρόνος αναμονής, όμως οι Αυστραλοί δεν έχουν αφήσει το σύστημα υγείας τους να καταρρεύσει. Τα παιδιά μέχρι την ηλικία των 16 ετών δεν πληρώνουν τίποτα. Η Αυστραλία είναι μια καπιταλιστική χώρα, αλλά με... σοσιαλιστικές δομές. Διαθέτει κράτος πρόνοιας».
Βάλια Κλάδου & Κωνσταντίνος Χριστόπουλος: «Η Ελλάδα μάς πρόσφερε γνώσεις, αλλά όχι δουλειά»
H Βάλια και ο Κώστας τα έκαναν όλα πολύ γρήγορα στη ζωή τους: ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδί. Με την ίδια βιασύνη, και χωρίς πολλή σκέψη, έφυγαν τον Ιανουάριο του 2014 για τη Μελβούρνη. Η Αμάντα, η κόρη τους, ήταν τότε μόλις τρεισήμισι μηνών. «Βλέπαμε ότι τα πράγματα χειροτέρευαν στην Ελλάδα. Είχαμε αναγκαστεί να μένουμε στο πατρικό μου και δεν είχαμε σταθερή δουλειά», λέει η Βάλια. Μια θεία του Κώστα που ζει στη Μελβούρνη προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει τους πρώτους μήνες, με αποτέλεσμα να αποταμιεύσουν χρήματα.
Η Βάλια, που έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, κάνει σήμερα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Χάρη στη φοιτητική της βίζα, ο άντρας της, που είναι μαθηματικός, έχει το δικαίωμα να δουλεύει fulltime. Πού; Σε σουβλατζίδικο. Δεν έχει πέσει το ηθικό του; «Ο καθένας θέλει να δουλέψει πάνω στο αντικείμενό του, αλλά, όταν κάνεις παιδί, βάζεις σε δεύτερη μοίρα τα πάντα - και φυσικά τον τίτλο των σπουδών σου. Είτε φτιάχνεις σουβλάκια είτε διδάσκεις, δημιουργείς. Η Ελλάδα μού πρόσφερε γνώσεις, αλλά όχι δουλειά», απαντά ο ίδιος.
Σε τι διαφέρουν οι νέοι μετανάστες από τους παλιούς; «Από συναισθηματικής πλευράς περνάμε τα ίδια. Παλαιότερα, όμως, δεν υπήρχε το πρόβλημα της απόκτησης υπηκοότητας. Οι Ελληνες τότε δεν είχαν πτυχία, τώρα όμως υπάρχουν πολλοί πτυχιούχοι που δεν βρίσκουν εύκολα εργασία», εξηγεί ο Κώστας.
Τι τους αρέσει στην Αυστραλία; «Υπάρχει αξιοκρατία. Τηρούνται οι νόμοι. Το κράτος προσέχει τους πολίτες του και ενθαρρύνει την οικογενειακή ζωή. Υπάρχουν επιδόματα, πολλά πάρκα, μεγάλα πεζοδρόμια και οι δρόμοι μοιάζουν με διαδρόμους αεροδρομίου!» υπογραμμίζει η Βάλια. Τι άλλο τους πρόσφερε η Αυστραλία;
«Αυτοκίνητο! Στην Ελλάδα δεν είχαμε αυτήν τη δυνατότητα».
Μαρία Μπακαλίδου & Δημήτρης Ιωαννίδης: «Τα παιδιά μας εδώ μαθαίνουν να μην είναι ρατσιστές»
Η Μαρία βρίσκεται ήδη τρία χρόνια στη Μελβούρνη μαζί με τον άνδρα της Δημήτρη και τα δύο τους παιδιά (Δήμητρα και Αφροδίτη, 5 και 8 ετών αντίστοιχα). Ο Δημήτρης, που είναι τοπογράφος μηχανικός, εργάζεται σε κατασκευαστική εταιρεία που ανήκει σε Ελληνοαυστραλό. «Ζούσαμε στη Θεσσαλονίκη. Με την κρίση, τα μεγάλα δημόσια έργα σταμάτησαν. Αρχίσαμε, λοιπόν, να έχουμε οικονομικά προβλήματα. Ετσι αποφασίσαμε να φύγουμε. Δεν είχαμε καμιά σχέση με την Αυστραλία. Ανοίξαμε απλώς το google maps και διαλέξαμε μια χώρα όπου μιλούν Αγγλικά και όπου προσφέρονται θέσεις εργασίας. Δεν θέλαμε να φύγουμε τόσο μακριά από την Ελλάδα, αλλά αισθανόμασταν ότι η Ευρώπη καταρρέει σαν ντόμινο», εξηγεί η Μαρία. Η ίδια είναι φιλόλογος, απόφοιτος του Αριστοτελείου. Επέλεξαν σκόπιμα τη Μελβούρνη γιατί έχει πολλούς Ελληνες.
Ο άνδρας της έχει μια πολύ καλή θέση σήμερα, αλλά αυτό που πέτυχε η ίδια στον επαγγελματικό τομέα είναι αξιοθαύμαστο: ίδρυσε πριν από δύο χρόνια το πρώτο αμιγώς ελληνικό σχολείο. «Υπάρχουν πολλά ελληνικά σχολεία εδώ, σχεδόν πενήντα. Ομως σ’ αυτά, τα Ελληνικά διδάσκονται ως ξένη γλώσσα. Η ιδέα μου ήταν να φτιάξουμε ένα σχολείο για τα παιδιά των Ελλήνων που ήρθαν πρόσφατα στην Αυστραλία. Προέκυψε κυρίως από τις δικές μου ανησυχίες ως μητέρας. Εβλεπα ότι η μητρική γλώσσα των παιδιών μου χανόταν γρήγορα. Και η γλώσσα είναι μέρος του πολιτισμού μας».
Η Μαρία απευθύνθηκε τότε στην ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης. «Μου είπαν: “Εμείς θα καλύψουμε τα έξοδα, εσύ ανάλαβε τα υπόλοιπα”». Σήμερα το ελληνικό σχολείο, στο οποίο είναι διευθύντρια, διαθέτει δύο σχολικές μονάδες και έχει 200 παιδιά - από νηπιαγωγείο μέχρι λύκειο. «Εχουμε πολλούς καθηγητές και διδάσκουμε τα βιβλία της Ελλάδας. Τα δίδακτρά μας είναι σχετικά χαμηλά για τα δεδομένα της Αυστραλίας (490 δολ. το χρόνο). Είχα μια ιδέα και πραγματοποιήθηκε. Δεν νομίζω ότι αυτό θα συνέβαινε έτσι απλά στην Ελλάδα...»
Πώς θα περιέγραφε το εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας; «Η εκπαίδευση εδώ δεν επενδύει τόσο στη γνώση όσο στην ψυχική υγεία των παιδιών και την ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία. Μπορεί η Μελβούρνη να μην έχει τον πολιτισμό της Ελλάδας, είναι όμως μια πόλη πολυπολιτισμική. Τα παιδιά μου, με τόσες διαφορετικές κουλτούρες γύρω τους, μεγαλώνουν μαθαίνοντας να μην είναι ρατσιστές».
Μαρία-Ειρήνη Λομβάρδου: «Σ’ αυτήν τη χώρα, αν είσαι καλός, σου δίνονται ευκαιρίες»
Η Μαριρένα είναι μαθήτρια της Β΄ Λυκείου και κατάγεται από την Ιθάκη. Ζει ήδη ένα χρόνο στην Μελβούρνη. «Οι γονείς μου το σκέφτονταν χρόνια να έρθουν. Ζουν εδώ τα αδέρφια τους και επίσης ήθελαν να προσφέρουν σε εμάς, τα παιδιά τους, ένα καλύτερο μέλλον». Εκείνη ήθελε να φύγει από την Ελλάδα; «Ναι, πάντα μου άρεσε η ιδέα του εξωτερικού. Ηθελα να γνωρίσω άλλες κουλτούρες. Στο νησί ζούσα απομονωμένη».
Ποιες ήταν οι πρώτες της εντυπώσεις; «Προσγειώθηκα βράδυ - δεν μπορούσα να καταλάβω πού βρίσκομαι. Το πρωί που ξύπνησα, είδα πόσο όμορφα είναι, πόσο ήσυχα. Βγήκα βόλτα μόνη μου στο πάρκο. Ολοι με χαιρετούσαν χωρίς να με ξέρουν. Μου έκανε εντύπωση αυτή η καλοσύνη. Ενιωθα ευπρόσδεκτη». Σιγά-σιγά η Μαριρένα άρχισε να πηγαίνει και στο κέντρο. «Κάθε μέρα ανακάλυπτα κάτι καινούργιο. Δεν βαριέσαι ποτέ σ’ αυτή την πόλη. Η Ιθάκη είναι κλειστή κοινωνία, ενώ εδώ είσαι ελεύθερος, κανείς δεν ασχολείται με το τι κάνεις».
Η 16χρονη μετανάστρια φοιτά σε δημόσιο σχολείο, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι. «Είναι πολύ μεγαλύτερο από το παλιό μου σχολείο. Είναι περιποιημένο. Οι τοίχοι δεν είναι γραμμένοι, ενώ τα θρανία είναι πεντακάθαρα. Εχουμε γήπεδο ποδοσφαίρου και μπάσκετ, γυμναστήριο, βιβλιοθήκη, θέατρο, ωδείο, εργαστήρια... Δηλαδή ό,τι παρέχει ένα ιδιωτικό στην Ελλάδα. Επίσης, δεν έχουμε διάβασμα για το σπίτι και δεν χρειαζόμαστε φροντιστήριο. Αν είσαι καλός σε κάτι, εδώ μπορείς να το αξιοποιήσεις. Σου δίνονται οι ευκαιρίες».
Τι της λείπει από την Ελλάδα; «Η θάλασσα και οι φίλοι μου. Λόγω της διαφοράς της ώρας, δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους ανά πάσα στιγμή. Ετσι συνειδητοποιώ την απόσταση και αυτό με τρομάζει».
Αργυρώ Κουτσουράδη: «Στην Αυστραλία αισθάνομαι περισσότερο Ελληνίδα»
Η Αργυρώ, 32 ετών, δεν είναι η τυπική μετανάστρια. Είναι εκπαιδευτικός του ελληνικού Δημοσίου και έχει πάρει απόσπαση για τρία χρόνια στην Αυστραλία. Σε ένα χρόνο θα επιστρέψει στον τόπο της, τη Χίο. «Για μένα η Μελβούρνη είναι μεγάλη εμπειρία. Γνώρισα την αυστραλέζικη παιδεία», λέει. Διδάσκει σε πέντε ελληνικά σχολεία - το ένα είναι εκείνο για τα νεοφερμένα Ελληνόπουλα που διευθύνει η Μαρία Μπακαλίδου (βλ. παραπάνω) και το άλλο ένα δίγλωσσο δημόσιο, το Lalor North Primary School. «Είναι το μοναδικό που υπάρχει σ’ όλη τη Μελβούρνη. Οι ώρες διδασκαλίες είναι καθημερινά έξι, εκ των οποίων οι τρεις γίνονται στα Ελληνικά».
Πώς συγκρίνει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας με εκείνο της Ελλάδας; «Και το ελληνικό είναι καλό, αλλά εφαρμόζεται με λάθος τρόπο. Τρέχουμε να προλάβουμε την ύλη, έτσι όμως χάνουμε άλλα πράγματα, όπως την επικοινωνία με τα παιδιά και το παιχνίδι. Στην Αυστραλία τα παιδιά μεγαλώνουν πιο ελεύθερα και δεν έρχονται στο σχολείο κουβαλώντας τα βιβλία τους, όπως στην Ελλάδα. Εδώ δίνεται έμφαση σε κανόνες ευγένειας. Από το νηπιαγωγείο κιόλας τα παιδιά μαθαίνουν να λένε “μπράβο” στους συμμαθητές τους. Επίσης, διδάσκονται να λένε την αλήθεια. Αλλωστε, γι’ αυτό δεν είναι υπέροχα τα μικρά; Γιατί λένε αυτό που νιώθουν χωρίς να ντρέπονται».
Τι θα θυμάται από τη Μελβούρνη; «Εχω λατρέψει τους παλιούς Ελληνες της Αυστραλίας. Εχουν αλληλεγγύη, είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Από το να σου δανείσουν έπιπλα μέχρι να σου προσφέρουν δουλειά. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν περάσει πολύ πόνο. Κατ’ αρχάς, έφτασαν έως εδώ με καράβι. Ηρθαν χωρίς τίποτα, δούλεψαν όμως και τα κατάφεραν. Εδώ έχω αισθανθεί περισσότερο Ελληνίδα από οπουδήποτε αλλού. Οτιδήποτε ελληνικό οι παλιοί μετανάστες το εκτιμούν και το σέβονται».