Σύμφωνα με την κατάθεσή του, το ακίνητο αγοράστηκε από την κατηγορούμενη έναντι ποσού περίπου 1,1 εκατομμυρίων ευρώ το 2010, όταν η αντικειμενική του αξία προσδιοριζόταν στα 1,3 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που χαρακτήρισε «ασύνηθες, αλλά που δεν απαγορεύεται».
Επίσης, ανέφερε ότι ποσό 450.000 ευρώ ισοψηφίστηκε με εργασίες που έγιναν, πλην όμως δεν προσκομίστηκε απόδειξη. Το υπόλοιπο ποσό των 650.000 ευρώ κατατέθηκε από το ζεύγος Τσοχατζόπουλου σε τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο άνοιξε τότε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η εμφανιζόμενη ως ιδιοκτήτρια εταιρεία.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι για την αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου η Βίκυ Σταμάτη έλαβε τραπεζικό δάνειο ύψους 850.000 ευρώ με εγγραφή υποθήκης. Μάλιστα, όπως τόνισε, το ΣΔΟΕ ζήτησε τον φάκελο του ακινήτου από την τράπεζα, καθώς διαπιστώθηκε ότι από την εν λόγω μεταβίβαση ουσιαστικά δεν «έμενε ούτε ευρώ στα χέρια της NOBILIS». Επεσήμανε, δε, ότι ο εκτιμητής της τράπεζας «συνέκρινε το ακίνητο με το Προεδρικό Μέγαρο και προσδιόρισε την αξία του στα 3 εκατομμύρια ευρώ».
Επίσης, το στέλεχος του ΣΔΟΕ μίλησε για τα ακίνητα της Κόμνα Τράκα και της Κηφισίας, που εμφανίζονταν να ανήκουν στην εταιρεία ΤΟRCASO και μεταβιβάστηκαν στη Μονή Βατοπεδίου.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε, βάσει της έρευνάς του, στον ρόλο όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν εμπλακεί σε αγαραπωλησίες ακινήτων, με επίκεντρο την οικογένεια Τσοχατζόπουλου, και τόνισε, όπως επισημαίνει και στο πόρισμά του, ότι πίσω από τις εταιρείες αυτές κρύβονταν άλλα πρόσωπα από εκείνα που εμφανίζονταν στα χαρτιά.
Πάντως, σε επίμονες ερωτήσεις του αναπληρωτή εισαγγελέα, για το ποιο ή ποια πρόσωπα είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των εταιρειών, ο κ. Μαϊτός υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει.