- Μισθωτοί και συνταξιούχοι (όχι οι επιτηδευματίες) θα δικαιούνται την έκπτωση φόρου (έως 2.100 ευρώ για εισοδήματα έως 42.000 το χρόνο) μόνο εφόσον συγκεντρώσουν αποδείξεις δαπανών όσες τουλάχιστον το 25% του φορολογητέου εισοδήματός τους.
- Με το νέο σύστημα θα απαιτούνται αποδείξεις έως 10.500 ευρώ το πολύ, αντί 15.000 ευρώ που απαιτούσε η εφορία μέχρι το 2012.
- Όσοι δεν συγκεντρώσουν τις αναγκαίες αποδείξεις θα «τιμωρούνται» με ποινή 22% επί της αξίας των αποδείξεων που του λείπουν, από όσες όφειλαν να συγκεντρώσουν.
- Την ίδια υποχρέωση να συγκεντρώσουν αποδείξεις του εισοδήματος έχουν και όσοι δηλώσουν εισοδήματα υψηλότερα από 42.000 ευρώ το χρόνο. Αν και δεν έχουν όφελος από επιστροφή φόρου, απειλούνται με το «πρόστιμο» του 22% . Το όριο όμως των αποδείξεων δεν ορίζεται στο 25% του δηλωθέντος αλλά στα 10.500 ευρώ για όλους.
Με άλλη διάταξη ξεκαθαρίζει και επισήμως ότι ο φόρος υπεραξίας από την πώληση ακινήτων επιβάλλεται για ακίνητα που αποκτήθηκαν μετά την 1.1.2013 και μεταπωλούνται στη συνέχεια. Γλιτώνουν έτσι τον αναδρομικό φόρο που μπορούσε να τους επιβληθεί, με βάση την προηγούμενα διάταξη του νομοσχεδίου, σε όσου πωλούν ακίνητα από το 2013 που είχαν αποκτηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Με τι τροπολογίες «κλείνει» και το παράθυρο για εξαίρεση από την υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων, για μικροεπαγγελματίες που το εισόδημά τους δεν ξεπερνά τα 10.000 ευρώ το χρόνο. Το όριο αυτό μειώνεται στα 5.000 ευρώ και πλέον εξαιρούνται όσοι έχουν μόνιμη επαγγελματική εγκατάσταση ή παρέχουν υπηρεσίες συντήρησης ή εγκατάστασης τεχνικών εγκαταστάσεων σε επιτηδευματίες ή μη. Πρακτικά δηλαδή, εξαιρούνται επαγγελματίες υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι κλπ από την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων, ενώ υποχρεούνται και στην έκδοση αποδείξεων.
Τέλος επισημοποιείται η φορολόγηση των τόκων καταθέσεων με 15% αντί 10% που ίσχυε ως σήμερα.